- προάλλομαι
- Απηδώ προς τα εμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
πρόαλμα — τὸ, Μ [προάλλομαι] το μέρος που προεξέχει … Dictionary of Greek